μνημονεύσει

μνημονεύσει
μνημόνευσις
remembrance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μνημονεύσεϊ , μνημόνευσις
remembrance
fem dat sg (epic)
μνημόνευσις
remembrance
fem dat sg (attic ionic)
μνημονεύω
call to mind
aor subj act 3rd sg (epic)
μνημονεύω
call to mind
fut ind mid 2nd sg
μνημονεύω
call to mind
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοχάρτι — το, Ν 1. σημείωμα στο οποίο έχουν γραφεί τα ονόματα τών νεκρών μιας οικογένειας, για να τά μνημονεύσει ο ιερέας κατά τη θεία λειτουργία, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους 2. συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + χαρτί (πρβλ. συγχωρο χάρτι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”